γάριασμα

γάριασμα
το
1. κιτρίνισμα των ρούχων από κακό πλύσιμο.
2. το λίγδιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”